ρέγιστρον

ρέγιστρον
τὸ, Μ
1. αρχείο, φάκελος εγγράφων
2. καταγραφή
3. επίσημο αντίγραφο εγγράφου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. regesta «απογραφή, βιβλίο δημοσίου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ρεγιστράριος — ὁ, Μ αυτός που κρατάει βιβλία λογαριασμών, ο λογιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥέγιστρον + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”